στιχογραφία

στιχογραφία
η, Ν [στιχογράφος]
σύνθεση ασήμαντων στίχων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στιχογραφικός — ή, ό, Ν ο σχετικός με τη στιχογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιχογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”